Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

ΡΑΤΣΙΣΤΗΣ

«ΡΑΤΣΙΣΤΗΣ» – ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΕΦΕΥΡΕΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΒΡΑΙΟ, ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΙΩΝΙΣΤΗ ΤΡΟΤΣΚΥ ΤΟ 1930





Η λέξη «ρατσιστής» έχει γίνει το πιο αποτελεσματικό λεκτικό όπλο δημιουργίας φόβου στο αριστερό και νεοσυντηρητικό (νεοφιλελεύθερο) οπλοστάσιο.

Για δεκαετίες, έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στην πολιτική αρένα για να συκοφαντήσει τους παραδοσιακούς («συντηρητικούς»), να τερματίσει κάθε συζήτηση, και να κάνει τον αντίπαλο ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ ΝΑ ΚΡΥΦΘΕΙ.

Στον κοινωνικό χώρο, έχει προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ζημιά από τη χρήση της με το να την χρησιμοποιούν για να κάνουν πλύση εγκεφάλου στις ευαίσθητες παιδικές ηλικίες και τους νέους φοιτητές, και να διδάξουν τους ανθρώπους ΝΑ ΜΙΣΟΥΝ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΕΘΝΟΣ, τις πολιτιστικές παραδόσεις τους, και το χειρότερο απ’ όλα, τον ίδιο τους τον ΕΑΥΤΟ.

Αυτό που εκπληκτικά παραμένει σχεδόν ολοκληρωτικά έξω από κάθε συζήτηση, ακόμα και στο σκληρό πυρήνα της παραδοσιακής Δεξιάς, είναι Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ της λέξης. Μήπως προέρχονται από κάποιον φιλελεύθερο κοινωνιολόγο; Κάποιον Μαρξιστή καθηγητή Πανεπιστημίου του 60; Ίσως κάποιον πολιτικό του Δημοκρατικού κόμματος; Όχι.

Αποδεικνύεται ότι η λέξη δεν επινοήθηκε από κανέναν άλλον, παρά από έναν από τους κύριους αρχιτέκτονες του 74χρόνου Σοβιετικού εφιάλτη, του ιδρυτή και πρώτου ηγέτη του περίφημου Κόκκινου Στρατού, τον Λέον Τρότσκι. Ο Leon Trotsky ήταν Εβραίος που γεννήθηκε στο μικρό χωριό Γιάνοφκα της Ουκρανίας, στις 7 Νοεμβρίου 1879. 
Το πραγματικό του όνομα ήταν Lev Davidovich Bronstein. Μετά τη διαγραφή του από το Κομμουνιστικό Κόμμα, εξορίστηκε από την Σοβιετική Ένωση και τελικά δολοφονήθηκε στο Μεξικό από τον Σοβιετικό πράκτορα Ραμόν Μερσάντερ κατ’ εντολή του Στάλιν.

Για πρώτη φορά η λέξη «ρατσιστής» αναφέρεται στο βιβλίο του 1930 του Λέον Τρότσκι, «Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης».

Οι πιο δύσπιστοι μπορούν να το ελέγξουν στο Διαδίκτυο, στην τοπική τους βιβλιοθήκη, καθώς και σε πολυάριθμα βιβλία , αλλά δεν πρόκειται ποτέ να βρουν να χρησιμοποιείται νωρίτερα η λέξη «ρατσιστής», πριν από τον Τρότσκι, που την χρησιμοποιεί σε τούτο το βιβλίο.

Έτσι, το επόμενο λογικό ερώτημα είναι ποιος ήταν ο σκοπός του σιωνιστή Λέον Τρότσκι, στο να επινοήσει αυτή τη λέξη; Για να το μάθουμε, ας ρίξουμε μια ματιά τι γράφει στο παραπάνω βιβλίο ο Τρότσκυ, στο συγκεκριμένο απόσπασμα.

«Η ‘Σλαβοφιλία’ (Slavophilism), ο μεσσιανισμός της καθυστέρησης, βασίζει τη φιλοσοφία της στην υπόθεση ότι ο ρωσικός λαός και η εκκλησία τους, είναι ολωσδιόλου δημοκρατικοί, ενώ η Ρωσία είναι η επίσημη γερμανική γραφειοκρατία που τους έχει επιβληθεί από το Μεγάλο Πέτρο. Ο Μαρξ σχολίασε πάνω σε αυτό το θέμα:» Με τον ίδιο τρόπο οι Τεύτονες «ηλίθιοι» κατηγόρησαν τον δεσποτισμό του Φρειδερίκου του Β’ στους Γάλλους, σαν οι καθυστερημένοι σκλάβοι να μην είχαν πάντα ανάγκη τους πολιτισμένους σκλάβους να τους εκπαιδεύσουν. «Αυτό το σύντομο σχόλιο αποτελειώνει εντελώς όχι μόνο την παλιά φιλοσοφία των Σλαβόφιλων, αλλά επίσης, και τις τελευταίες αποκαλύψεις των «ΡΑΤΣΙΣΤΩΝ».

Οι ‘Σλαβόφιλοι’ στους οποίους αναφέρεται ο Τρότσκι, υπήρξαν ιστορικά μια ομάδα Σλάβων παραδοσιοκρατικών που ΕΚΤΙΜΟΥΣΑΝ ιδιαιτέρως τον αυτόχθονα πολιτισμό και τον τρόπο ζωής τους ΚΑΙ ΗΘΕΛΑΝ ΝΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΟΥΝ.

Ο Τρότσκι από την άλλη τους έβλεπε, όπως και άλλους σαν κι αυτούς, ως ένα εμπόδιο στα διεθνιστικά κομμουνιστικά σχέδιά του για τον κόσμο. Αυτός ο άνθρωπος ΔΕΝ ΝΟΙΑΖΟΝΤΑΝ ούτε στο ελάχιστο για τους Σλάβους Ρώσους του οποίους, υποτίθεται υπηρετούσε. Για αυτόν, οι ‘Σλαβόφιλοι’, δηλαδή οι Σλάβοι που διέπραξαν το «έγκλημα» ΝΑ ΑΓΑΠΑΝΕ ΤΟΝ ΛΑΟ ΤΟΥΣ και να προσπαθούν να προστατεύσουν τη δική τους παράδοση, ήταν απλά «καθυστερημένοι», και άλλοι σαν και αυτούς ήταν απλά «ρατσιστές».

Η πραγματικότητα της προέλευσης της λέξης είναι στην πραγματικότητα μια κραυγή από την αριστερή-φιλελεύθερη εκδοχή της ιστορίας: ότι η λέξη επινοήθηκε για ‘καλό σκοπό’ για τον εντοπισμό ανθρώπων που είναι προκατειλημμένοι εναντίον ορισμένων φυλετικών ομάδων και ως σύνθημα για τους καλούς Φιλελεύθερους που θέλουν να προστατεύσουν τις φυλετικές μειονότητες από τους φανατικούς.

Αντίθετα, η πραγματική έννοια πίσω από τη λέξη – ότι οι εθνοκεντρικοί «καθυστερημένοι» πρέπει να αφήσουν την θέση τους για τους «φωτισμένους» διεθνιστές – συχνά χρησιμοποιήθηκε από τον Κομισάριο του Στρατού και του Ναυτικού, Τρότσκι ως σύνθημα για τους καλούς κομμουνιστές του Κόκκινου Στρατού να ξεκινήσουν ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΕΣ επιδρομές εναντίον των λαών που αντιστέκονταν θέλοντας να προστατεύσουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους από το να αντικατασταθεί με έναν ξένο σύστημα.

Κάνοντας ένα άλμα στην σημερινή πραγματικότητα, θα δούμε ότι οι μόνες αλλαγές στη λέξη και τη βασική ιδέα της από το 1930, είναι ότι οι στόχοι της λέξης έχουν επεκταθεί από μόνο τους Σλάβους οι οποίοι δεν θα υποτάσσονταν στο μαρξιστικό διεθνιστικό σχέδιο να ξεριζώσουν και να καταστρέψουν τον πολιτισμό τους και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, σε όλους τους λευκούς ανθρώπους, Σλάβους ή όχι, οι οποίοι δεν υποτάσσονται στο ίδιο άθλιο μαρξιστικό σχέδιο. Επίσης, εκείνοι οι οποίοι εξοπλίζονται με τη λέξη αυτή έχουν επεκταθεί από μια χούφτα κομμουνιστές σε ολόκληρο το φιλελεύθερο και νεοσυντηρητικό κατεστημένο, σε όλα τα έθνη σε όλο τον κόσμο.

Ο Λέον Τρότσκι, αφού βοήθησε τον Λένιν στη δημιουργία της Σοβιετικής δολοφονικής μηχανής με την οποία ο Λένιν, ο Τρότσκι και ο Στάλιν σκότωσαν συνολικά 70 εκατομμύρια άτομα (στο όνομα του αντιρατσισμού), – υπολογισμός του αριθμού των θυμάτων από τον Σολζενίτσιν – βγήκε από την εξουσία και εκδιώχθηκε από τη Σοβιετική Ένωση το 1929, αφού έχασε τη μάχη για την εξουσία για να γίνει διάδοχος του Λένιν, από τον Ιωσήφ Στάλιν.

Ωστόσο, πριν ξεθωριάσει μέσα στις σελίδες της ιστορίας, ο Λέον Τρότσκι, θα έκανε ένα τελευταίο πράγμα, το 1930, που θα προκαλούσε αναμφισβήτητα μεγαλύτερη ζημιά στη Δύση από τον Στάλιν και ολόκληρο το σοβιετικό πυρηνικό οπλοστάσιο των διαδόχων του.

ΕΦΗΥΡΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ που κυριολεκτικά θα έδινε δύναμη σε κάθε λογής εαυτοφοβική και εθνοπροδοτική φωνή μέσα στη Δύση για να επανακαθορίσει τους ανθρώπους που θέλουν να μείνουν ΠΙΣΤΟΙ ΣΤΟΝ ΛΑΟ ΤΟΥΣ, τις πολιτιστικές παραδόσεις τους και τον τρόπο ζωής ως τους «χειρότερους ανθρώπους», και μέσω της προπαγάνδας να επηρεάσουν την κυβέρνηση, το εκπαιδευτικό σύστημα, και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και σχεδόν τον κάθε ένα γύρω τους.

Θα πρέπει να απεικονίζεται ο λευκός άνδρας ως ο μοναδικός δράστης κάθε γενοκτονίας και δουλείας στον κόσμο, και αυτό θα πρέπει να συνεχίζεται μέχρι η Δύση να υποταχθεί στην σιωνιστική τροτσκιστική διεθνιστική ατζέντα, χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση.

Μπορούμε να δούμε τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής τώρα, με τα φυλετικά διπλά μέτρα και σταθμά που δημιουργήθηκαν στην Αμερική από τους Σιωνιστές (σε βάρος των λευκών μη εβραίων Αμερικάνων φυσικά), με τη δημιουργία των «ρατσιστικών» εγκλημάτων και των εγκλημάτων «μίσους» στην Ευρώπη (με στόχο μόνο τον γηγενή πληθυσμό, φυσικά), με την καναδική και την αυστραλιανή κυβέρνηση να έχουν εφαρμόσει την «πολυπολιτισμικότητα» ως την επίσημη κρατική πολιτική (σε βάρος των γηγενών πολιτών), και πάνω απ’ όλα, με το τεράστιο κύμα τριτοκοσμικών λαθρομεταναστών στη Δύση, που υποστηρίζεται από όλες τις δυτικές κυβερνήσεις, κάτι που μεταβάλλει ριζικά τη σύνθεση και τον πολιτισμό των χωρών αυτών, και απειλεί τον αρχικό τους πληθυσμό, μετατρέποντάς τους σε μειοψηφία μέσα στη ίδια τους τη χώρα.

Κι όλα αυτά μέσα σε μόλις λίγες δεκαετίες.

Στην Δύση, η λέξη «ρατσισμός» αντιγράφτηκε από το βιβλίο του σιωνιστή Τρότσκυ και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Γερμανία το 1933, από τον Magnus Hirschfeld, ένα Γερμανό, εβραϊκής καταγωγής, ομοφυλόφιλο, μαρξιστή και ιδρυτή του Institut für Sexualwissenschaft (Ινστιτούτο Ερευνών για την Σεξουαλικότητα) στο Βερολίνο. Το ίδρυμα ήταν μέρος της Σχολής της Φρανκφούρτης που είχε ως πρότυπο το Ινστιτούτο Μαρξ- Ένγκελς της Μόσχας.

Το βιβλίο με το ίδιο όνομα (‘Ρατσισμός’) δημοσιεύθηκε το 1933 στα γερμανικά και αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1938 από τους μαρξιστές / κομμουνιστές φίλους του Hirschfeld, Maurice Eden Paul και Cedar Paul και από εκεί διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου